- αφνειός
- ἀφνειός, -όν και -ός, -ή, -όν και ἀφνεός, -ά, -όν) (Α)1. εύπορος, πλούσιος2. άφθονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. -ιος. Δηλ. αντί *αφενε(σ)-ιος, με συγκοπή του άτονου -ε- μεταξύ του -φ- και του -ν-. Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη μορφή αφνεός στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές].
Dictionary of Greek. 2013.